-
1 τελεστικός
2 connected with mystic rites,μαντικὸς ἢ τ. βίος Pl.Phdr. 248d
; Διονύσου τ. ἐπίπνοια ib. 265b;τ. σοφία Plu.Sol.12
;θρῆνος Philostr.Her.19.14
;τ. καὶ μυστικόν Ael.NA2.42
.3 τελεστικόν, τό, payment for admission to a priesthood, OGI90.16 (Rosetta, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεστικός
См. также в других словарях:
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek